- τρέμουσαν
- τρέμωtremblepres part act fem acc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξερείδω — ἐξερείδω (Α) [ερείδω] 1. στηρίζω, υποστηρίζω («ἐξέρειδέ μου βάσιν τρέμουσαν», Λουκ.) 2. ενισχύω («ἐξερείδει ἀτονίαν σώματος») … Dictionary of Greek